- εσωτερικώς
- επίρρ. внутри; внутренне
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐσωτερικῶς — ἐσωτερικός inner adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισαλείφω — εἰσαλείφω (Α) αλείφω εσωτερικώς … Dictionary of Greek
εισφλώ — εἰσφλῶ και ἐσφλῶ ( άω) (Α) συντρίβω μέσα σε κάτι, εσωτερικώς («ἐσφλᾱται τὸ ὀστέον») … Dictionary of Greek
εσωτερικός — ή, ό (ΑΜ ἐσωτερικός, ή, όν) [εσώτερος] αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει μέσα σε κάτι (α. «ἐσωτερικὸν ἔνδυμα» β. «εσωτερική διακόσμηση τού σπιτιού») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εσωτερικό… … Dictionary of Greek
λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α … Dictionary of Greek
μετασχηματίζω — (ΑΜ μετασχηματίζω) 1. μεταβάλλω το σχήμα ή τη μορφή είτε εξωτερικώς είτε εσωτερικώς («μετασχηματίζων τὰ πάντα», Πλάτ.) 2. (το μέσ.) μετασχηματίζομαι μεταμφιέζομαι μσν. 1. παραποιώ, διαστρεβλώνω ή αλλοιώνω ένα γεγονός 2. (το μέσ.) α) αλλάζω… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
οπιοφάγος — ο αυτός που έχει τη συνήθεια να παίρνει όπιο εσωτερικώς ως ναρκωτικό, οπιομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο + φαγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
πισσόκηρος — ὁ, Α είδος ρητινώδους κεριού με το οποίο οι μέλισσες χρίουν εσωτερικώς τις κυψέλες τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κηρός (πρβλ. κηρόπισσος)] … Dictionary of Greek
προπύλαια — Η κύρια είσοδος σε ένα αρχιτεκτονικό συγκρότημα (αγορά, ακρόπολη ή ιερό). Κατ’ αρχήν συναντούμε π. ήδη στο δεύτερο στρώμα της Τροίας (2400 – 2200 π.Χ.) και στο ανάκτορο της Τίρυνθας πριν από τα περίφημα π. της ακρόπολης των Αθηνών, έργο του… … Dictionary of Greek
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek